- μπερντάχι
- και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα3. δριμεία επίπληξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περντάχι — περντάχι, το και μπερντάχι, το (λ. τουρκ.) 1. το κόντρα ξύρισμα. 2. μτφ., βρισίδι, ξύλο, επίπληξη: Του έδωσε ένα μπερντάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπερτάκι — το 1. μικρή μπέρτα. 2. βλ. μπερντάχι … Dictionary of Greek
περντάχι — το, Ν βλ. μπερντάχι … Dictionary of Greek